- δαφνογηθής
- δαφνογηθής, -ές (Α)(για τον Απόλλωνα) αυτός που ευχαριστιέται με τη δάφνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -γηθής < γήθος «χαρά, ευχαρίστηση» (πρβλ. πολυγηθής, ευγηθής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαφνογηθῆ — δαφνο̄γηθής delighting in the bay neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δαφνο̄γηθής delighting in the bay masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δαφνο̄γηθής delighting in the bay masc/fem acc sg (attic epic doric) δαφνογηθής neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek